- αφουσκωτός
- η , ο не раздутый; не вздутый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφύσητος — η, ο (AM ἀφύσητος, ον) 1. αυτός που δεν φυσήθηκε, που δεν τον φύσηξαν 2. (για ασκούς) αφούσκωτος … Dictionary of Greek